- πολυετής
- -ές, ΝΜΑαυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)νεοελλ.φρ. α) «πολυετές φυτό»βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνιαβ) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοίγ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνααρχ.1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνια («νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιός («χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ-* + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].
Dictionary of Greek. 2013.